νεκραναστήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίανεκραναστήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νεκρανασταίνω
- θα νεκραναστήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νεκρανασταίνω