ναρκισσευτώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ναρκισσευτώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ναρκισσεύομαι
- θα ναρκισσευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ναρκισσεύομαι
ναρκισσευτώ