ναουρού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναουρού < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναουρού άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ναουρού στη Βικιπαίδεια
ναουρού άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό