μυθοποιήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμυθοποιήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μυθοποιώ
- θα μυθοποιήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μυθοποιώ
μυθοποιήσουμε