Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυθοβατώ < βαίνω + μύθος

  Ρήμα επεξεργασία

μυθοβατώ

  • σκέφτομαι με ρομαντικό τρόπο, παρασύρομαι σε έναν κόσμο επίπλαστο, ονειροβατώ
    Αρνείτο να δει την σκληρή πραγματικότητα μυθοβατώντας στα ονειρικά ιδεολογήματά του.

  Μεταφράσεις επεξεργασία