μρε
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μρε < μ(ω)ρέ
Επιφώνημα επεξεργασία
μρε
- (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) μωρέ, βρε
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μρε
→ δείτε τη λέξη μωρέ |