μπρεντ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπρεντ < από το αγγλικό brent crude
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπρεντ ουδέτερο άκλιτο
- κατηγορία του αργού πετρελαίου που αντλείται από τη Βόρεια Θάλασσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπρεντ
|
μπρεντ ουδέτερο άκλιτο
|