Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπραντεφέρ < γαλλική bras de fer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπραντεφέρ ουδέτερο άκλιτο

→ δείτε τη λέξη μπρα-ντε-φέρ