μπουκουράνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουκουράνα < (άμεσο δάνειο) αρβανίτικη bukurana
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουκουράνα θηλυκό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) όμορφη
- ※ Όπως όταν η λατρεμένη μου γιαγιά έπλεκε για την μπουκουράνα της τα απίθανα πλεκτά εργόχειρά της (Bukurana, Facebook, 22/6/2020 [1])
- ※ Ο Παντελής Ζερβός από την Περαχώρα Κορινθίας ποτέ δεν έκρυψε ότι ήταν Αρβανίτης. Σε πολλές ταινίες έλεγε λέξεις στα αρβανίτικα. Ειδικά την Βουγιουκλάκη την αποκαλούσε "βάιζά" μου και "μπουκουράνα" μου. (σχόλιο σε απόσπασμα ελληνικής ταινίας στο YouTube, ανακτήθηκε στις 18/7/2024 [2])
- ※ Ποιός δεν θυμάται τον Αλέκο να τριγυρίζει κάθε σπίτι και να ρίχνει τον σπόρο του Αρβανίτικου Συλλόγου / της αγαπημένης του Γρίζας. Και μετά να συγκεντρώνει από κάθε σπίτι πράγματα και να κάνει τις πρώτες εκθέσεις, για να αναδείξει τη λαογραφία, τα ήθη και τα έθιμα μας. Ποιός δεν τον θυμάται να σέρνει το χορό με τις "μπουκουράνες" όπως τις έλεγε και να τιμά την αρβανίτικη φορεσιά σε κάθε εκδήλωση. (Το Ύστατο Χαίρε στον Αλέξανδρο Σύρμα μέσα από τον επικήδειο λόγο του νέου Προέδρου της ΓΡΙΖΑΣ Σπύρου Μαρίνη Ιαν. 2024 [3])