μπλέιζαρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπλέιζαρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπλέιζαρ ουδέτερο άκλιτο
- (αστρονομία) νεαρή ενεργή μαύρη οπή σε κέντρο γαλαξία που καταβροχθίζει κι εκλύει τεράστια ποσά ενέργειας συγκριτικά με γηρεά-κοινή μαύρη τρύπα σε κέντρο γαλαξία