μπεν μαρί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπεν μαρί < bain-marie • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπεν μαρί ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία, κουζινικά) μαγειρικό σκεύος, πυρίμαχο ή μεταλλικό μπολ που έχει τοποθετηθεί πάνω από κατσαρόλα με βραστό νερό (κάποιες φορές το αγγίζει, άλλες όχι, ανάλογα με την συνταγή)
Πηγές
επεξεργασίαμπεν μαρί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπεν μαρί
|