μπαϊρακτάρηδες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μπαϊρακτάρηδες
- μπαϊρακτάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
- μπαϊρακτάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
- μπαϊρακτάρης, στην κλητική του πληθυντικού
μπαϊρακτάρηδες