μπαφιάσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμπαφιάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπαφιάζω
- θα μπαφιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπαφιάζω
μπαφιάσουμε