μπαλσαμώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμπαλσαμώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μπαλσαμώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπαλσαμώνω
- θα μπαλσαμώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπαλσαμώνω