Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπίζνεσμαν < αγγλική businessman

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπίζνεσμαν αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία