Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μπήκα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μπαίνω

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία