μουσουργώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουσουργώ < ελληνιστική κοινή μουσουργέω < αρχαία ελληνική μουσουργός < Μοῦσα / μοῦσα + ἔργον
Ρήμα επεξεργασία
μουσουργώ
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουσουργώ | μουσουργούσα | θα μουσουργώ | να μουσουργώ | μουσουργώντας | |
β' ενικ. | μουσουργείς | μουσουργούσες | θα μουσουργείς | να μουσουργείς | (μουσούργει) | |
γ' ενικ. | μουσουργεί | μουσουργούσε | θα μουσουργεί | να μουσουργεί | ||
α' πληθ. | μουσουργούμε | μουσουργούσαμε | θα μουσουργούμε | να μουσουργούμε | ||
β' πληθ. | μουσουργείτε | μουσουργούσατε | θα μουσουργείτε | να μουσουργείτε | μουσουργείτε | |
γ' πληθ. | μουσουργούν(ε) | μουσουργούσαν(ε) | θα μουσουργούν(ε) | να μουσουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μουσούργησα | θα μουσουργήσω | να μουσουργήσω | μουσουργήσει | ||
β' ενικ. | μουσούργησες | θα μουσουργήσεις | να μουσουργήσεις | μουσούργησε | ||
γ' ενικ. | μουσούργησε | θα μουσουργήσει | να μουσουργήσει | |||
α' πληθ. | μουσουργήσαμε | θα μουσουργήσουμε | να μουσουργήσουμε | |||
β' πληθ. | μουσουργήσατε | θα μουσουργήσετε | να μουσουργήσετε | μουσουργήστε | ||
γ' πληθ. | μουσούργησαν μουσουργήσαν(ε) |
θα μουσουργήσουν(ε) | να μουσουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουσουργήσει | είχα μουσουργήσει | θα έχω μουσουργήσει | να έχω μουσουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μουσουργήσει | είχες μουσουργήσει | θα έχεις μουσουργήσει | να έχεις μουσουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μουσουργήσει | είχε μουσουργήσει | θα έχει μουσουργήσει | να έχει μουσουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουσουργήσει | είχαμε μουσουργήσει | θα έχουμε μουσουργήσει | να έχουμε μουσουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μουσουργήσει | είχατε μουσουργήσει | θα έχετε μουσουργήσει | να έχετε μουσουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μουσουργήσει | είχαν μουσουργήσει | θα έχουν μουσουργήσει | να έχουν μουσουργήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουσουργώ
|