Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσουργώ < ελληνιστική κοινή μουσουργέω < αρχαία ελληνική μουσουργός < Μοῦσα / μοῦσα + ἔργον

  Ρήμα επεξεργασία

μουσουργώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία