μουντζαλώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμουντζαλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μουντζαλώνω
- θα μουντζαλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μουντζαλώνω
μουντζαλώσεις