Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοτέτο < ιταλική mottetto

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μοτέτο ουδέτερο

  • μορφή πολυφωνικής μουσικής σύνθεσης μετά τον 12ο αιώνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία