μοσχοπουλήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμοσχοπουλήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μοσχοπουλώ
- θα μοσχοπουλήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μοσχοπουλώ