Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόφρων < μόνος+ φρήν

  Επίθετο επεξεργασία

μονόφρων ουδέτερο -ον τριγενές και δικατάληκτο

  • αυτός που έχει δικό του φρόνημα, δική του γνώμη
    ※  δίχα δ' ἄλλων μονόφρων εἰμί./τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον/ μετὰ μὲν πλείονα τίκτει... (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 757)