Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοπωλούμαι, παθητική φωνή του μονοπωλώ

  Ρήμα επεξεργασία

μονοπωλούμαι

→ δείτε τη λέξη μονοπωλώ