Δείτε επίσης: μονονυχί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονονουχί < μόνον + αρνητικό μόριο οὐχί /οὐ]…

  Επίρρημα

επεξεργασία

μονονουχί μόνον που δεν, σχεδόν[1]

εκφράσεις

επεξεργασία
  • «καὶ μόνον οὐ τὴν Ἀττικήν ὑμῶν περιῄρηνται», Δημόκριτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία