μολογήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μολογήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μολογώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μολογώ
- θα μολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μολογώ