Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μοιρολογήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μοιρολογώ
  2. θα μοιρολογήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μοιρολογώ