μοιρολογήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμοιρολογήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μοιρολογώ
- θα μοιρολογήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μοιρολογώ