Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μοιρολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μοιρολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μοιρολογώ
  3. θα μοιρολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μοιρολογώ