Ετυμολογία

επεξεργασία
μιμί, νηπιακή λέξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μιμί ουδέτερο άκλιτο

  1. το τραύμα
    έκανες μιμί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία