Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιμί, νηπιακή λέξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιμί ουδέτερο άκλιτο

  1. το τραύμα
    έκανες μιμί

  Μεταφράσεις επεξεργασία