Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεφιστοφελικῶς < μεφιστοφελικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

μεφιστοφελικῶς

  Πηγές επεξεργασία