Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετόπισθεν < αρχαία ελληνική μετόπισθεν και μετόπισθε

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετόπισθεν ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η περιοχή που βρίσκεται πίσω από την πρώτη γραμμή ενός πολεμικού μετώπου
    ※  Ο Τζων έμαθε πως σε λίγες μέρες οι αιχμάλωτοι θα μεταφερθούν στα μετόπισθεν... (Τάκης Κανελλόπουλος Ένας Αμερικανός δημοσιογράφος [διήγημα])
  2. οι στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονται σε αυτόν τον χώρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετόπισθεν