μετριαστούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μετριαστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετριάζομαι
- θα μετριαστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετριάζομαι