μετοίκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετοίκιον < μέτοικος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετοίκιον ουδέτερο
- (οικονομία) φόρος που κατέβαλαν στην αρχαία Αθήνα οι εγκατεστημένοι ξένοι (μέτοικοι), δώδεκα δραχμές τον χρόνο (1 δραχμή τον μήνα) ο άνδρας και 6 δραχμές ετησίως η γυναίκα
- ※ Ισαίος δε εν τώ κατ' Ελπαγόρου και Δημοφάνους υποσημαίνει ότι ο μεν ανήρ ιβ' δραχμάς ετέλει μετοίκιον, ή δε γυνή στ' (Σούιδας)
Πηγές
επεξεργασία- μετοίκιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετοίκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.