μετεκπαιδευτούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμετεκπαιδευτούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετεκπαιδεύομαι
- θα μετεκπαιδευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετεκπαιδεύομαι