μετεγχειρητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεγχειρητικά < μετεγχειρητικός
Επίρρημα
επεξεργασίαμετεγχειρητικά
- μετά την εγχείρηση
- ο ασθενής μετεγχειρητικά παρουσίασε πυρετό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετεγχειρητικά
|
μετεγχειρητικά
|