Ετυμολογία

επεξεργασία
μετεγχειρητικά < μετεγχειρητικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

μετεγχειρητικά

  1. μετά την εγχείρηση
    ο ασθενής μετεγχειρητικά παρουσίασε πυρετό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία