μεταφυτέψετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μεταφυτέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταφυτεύω
- θα μεταφυτέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταφυτεύω