Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μεταρσιώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταρσιώνω
  2. θα μεταρσιώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταρσιώνω