Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταρρυθμίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταρρυθμίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταρρυθμίζομαι

→ δείτε τη λέξη μεταρρυθμίζω