μεθύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμεθύσει
- (εξαρτημένος τύπος)
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεθώ
- να μεθύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεθώ
- θα μεθύσει: γ' ενικό οριστικής συνοπτικού μέλλοντα του ρήματος μεθώ