μεγαλορρημονώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλορρημονώ < μεγάλο- + -ρρημονώ (με αναδιπλασιασμό κατά τη σύνθεση) < ῥῆμα
Ρήμα επεξεργασία
μεγαλορρημονώ
- χρησιμοποιώ πομπώδες ύφος στην ομιλία μου
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλορρημονώ
|