μεγαλοποίησις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοποίησις (μαρτυρείται από το 1889) [1] < (ελληνιστική κοινή) μεγαλοποιῶ (μεγεθύνω), (κλίση -έω) μεγαλοποιη- + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεγαλοποίησις, -εως θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 630, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
ΣτΕ: με σχόλιο για αφηρημένα ουσιαστικά όπως μεγαλοποίησις, μεγέθυνσις.