μαχαιρώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μαχαιρώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαχαιρώνω
- θα μαχαιρώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαχαιρώνω
μαχαιρώσετε