Ετυμολογία

επεξεργασία
ματζόρος < (άμεσο δάνειο) βενετική mazor

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ματζόρος αρσενικό (σε χρήση και σήμερα στην Κρήτη)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία