μακροθυμήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μακροθυμήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μακροθυμώ
- θα μακροθυμήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μακροθυμώ