Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μακελέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μακελεύω
  2. θα μακελέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μακελεύω