μακελέψουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμακελέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μακελεύω
- θα μακελέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μακελεύω
μακελέψουν