Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μαγειρευτείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαγειρεύομαι
  2. θα μαγειρευτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαγειρεύομαι