μαγγώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
μαγγώνομαι<παθητική φωνή του ρήματος μαγγώνω
Ρήμα επεξεργασία
μαγγώνομαι
- Με πιάνουν και με ακινητοποιούν ξαφνικά.
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαγγώνομαι | μαγγωνόμουν(α) | θα μαγγώνομαι | να μαγγώνομαι | ||
β' ενικ. | μαγγώνεσαι | μαγγωνόσουν(α) | θα μαγγώνεσαι | να μαγγώνεσαι | (μαγγώνου) | |
γ' ενικ. | μαγγώνεται | μαγγωνόταν(ε) | θα μαγγώνεται | να μαγγώνεται | ||
α' πληθ. | μαγγωνόμαστε | μαγγωνόμαστε μαγγωνόμασταν |
θα μαγγωνόμαστε | να μαγγωνόμαστε | ||
β' πληθ. | μαγγώνεστε | μαγγωνόσαστε μαγγωνόσασταν |
θα μαγγώνεστε | να μαγγώνεστε | (μαγγώνεστε) | |
γ' πληθ. | μαγγώνονται | μαγγώνονταν μαγγωνόντουσαν |
θα μαγγώνονται | να μαγγώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαγγώθηκα | θα μαγγωθώ | να μαγγωθώ | μαγγωθεί | ||
β' ενικ. | μαγγώθηκες | θα μαγγωθείς | να μαγγωθείς | μαγγώσου | ||
γ' ενικ. | μαγγώθηκε | θα μαγγωθεί | να μαγγωθεί | |||
α' πληθ. | μαγγωθήκαμε | θα μαγγωθούμε | να μαγγωθούμε | |||
β' πληθ. | μαγγωθήκατε | θα μαγγωθείτε | να μαγγωθείτε | μαγγωθείτε | ||
γ' πληθ. | μαγγώθηκαν μαγγωθήκαν(ε) |
θα μαγγωθούν(ε) | να μαγγωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μαγγωθεί | είχα μαγγωθεί | θα έχω μαγγωθεί | να έχω μαγγωθεί | μαγγωμένος | |
β' ενικ. | έχεις μαγγωθεί | είχες μαγγωθεί | θα έχεις μαγγωθεί | να έχεις μαγγωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μαγγωθεί | είχε μαγγωθεί | θα έχει μαγγωθεί | να έχει μαγγωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μαγγωθεί | είχαμε μαγγωθεί | θα έχουμε μαγγωθεί | να έχουμε μαγγωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μαγγωθεί | είχατε μαγγωθεί | θα έχετε μαγγωθεί | να έχετε μαγγωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μαγγωθεί | είχαν μαγγωθεί | θα έχουν μαγγωθεί | να έχουν μαγγωθεί |