μήτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαμήτις αρσενικό ή θηλυκό, ουδέτερο μήτι γενική μήτινος
- μήπως κάποιος
- (ως επίρρημα) μήπως κάπως, μήπως με κάποιο τρόπο
- μήτι και μή τι
Πηγές
επεξεργασία- μήτις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μήτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- §337 - Smyth, Herbert Weir (1920) A Greek grammar for colleges. (Ελληνική [αρχαία] γραμματική για τα κολλέγια). (στα αγγλικά) Νέα Υόρκη: American Book Company