μήλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μήλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μήλη θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργικό εργαλείο που είναι μικρή ράβδος με αμβλεία μύτη
- (ιατρική) η μύτη του ιατρικού θερμομέτρου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μήλη
|