μέτρο σύγκρισης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμέτρο σύγκρισης
- αυτό με το οποίο όλα τα άλλα τα σχετικά με αυτό συγκρίνονται, αναμετρώνται ή ως προς το οποίο εξετάζονται
- Η οικονομία της Ιαπωνίας αποτελεί μέτρο σύγκρισης για τις οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών
Μεταφράσεις
επεξεργασία μέτρο σύγκρισης
|