Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μάρες
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μάρες
<
(κουτα)μάρες
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μάρες
θηλυκό
πληθυντικός
συντετμημένη μορφή του
κουταμάρες
στη φράση
άρες μάρες κουκουνάρες